εξομαλύνω — εξομαλύνω, εξομάλυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξομαλύνω — εξομάλυνα, εξομαλύνθηκα, εξομαλυσμένος, μτφ. 1. κάνω κάτι από ανώμαλο ομαλό, ισοπεδώνω, ισιάζω εξομαλίζω. 2. μτφ., διευθετώ, τακτοποιώ, ξεμπερδεύω: Εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις των δύο χωρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδιομαλίζω — Α εξομαλύνω πλήρως κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διομαλίζω «εξομαλύνω»] … Dictionary of Greek
συνεκλεαίνω — Α καθιστώ λείο, εξομαλύνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλεαίνω / ἐκλειαίνω «κάνω κάτι λείο, εξομαλύνω»] … Dictionary of Greek
συνομαλύνω — Α εξομαλύνω τελείως, καθιστώ κάτι εντελώς λείο («τὸν τόπον συνομαλύνας ἐνῳκοδόμησε τὰ δικαστήρια», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμαλύνω «ισιώνω, εξομαλύνω» (< ὁμαλός)] … Dictionary of Greek
ανισώ — (I) ἀνισῶ ( όω) (Α) 1. εξισώνω, εξισορροπώ 2. δίνω σ αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ αυτήν που πήραν οι άλλοι 3. εξομαλύνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ισώ. ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων]. (II) ἀνισῶ … Dictionary of Greek
ανομαλίζω — ἀνομαλίζω (Α) [ομαλίζω] εξομαλύνω, επαναφέρω σε ομαλή κατάσταση … Dictionary of Greek
δαπεδώνω — [δάπεδο] εξομαλύνω και επιστρώνω τμήμα εδάφους … Dictionary of Greek
διευθετώ — και διευθετίζω (AM διευθετῶ, έω Μ και διευθετίζω) [ευθετώ] τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω νεοελλ. 1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω 2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές … Dictionary of Greek
εδαφίζω — (AM ἐδαφίζω) [έδαφος] ισοπεδώνω, εξομαλύνω έδαφος ή δάπεδο μσν. κατεδαφίζω, γκρεμίζω … Dictionary of Greek